- ἐμπνοίᾳ
- ἐμπνοίᾱͅ , ἔμπνοιαinbreathingfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπνοια — ἔμπνοια, η (Α) 1. θεία έμπνευση 2. αναπνοή … Dictionary of Greek
ἔμπνοια — inbreathing fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνοίας — ἐμπνοίᾱς , ἔμπνοια inbreathing fem acc pl ἐμπνοίᾱς , ἔμπνοια inbreathing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπνοίαις — ἔμπνοια inbreathing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)